- πολυφθεγγής
- πολυφθεγγήςcomplicatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυφθεγγής — ές, Α πολύπλοκος, περίπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθεγγής (< *φθέγγος < φθέγγομαι)] … Dictionary of Greek